Το αμφίσημο ειδύλλιο της Ελλάδας με την Κίνα

ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΥΘΥΝΩΝ Όλες οι θέσεις σε αυτή τη στήλη αποτελούν απόψεις των συντακτών, όχι της Euractiv.gr

Η COSCO κατέχει πλειοψηφικό μερίδιο στο μεγαλύτερο ελληνικό λιμάνι από το 2016, καθιστώντας τον Πειραιά ένα από τα πιο επιτυχημένα κινεζικά επενδυτικά σχέδια στην ΕΕ. [EPA-EFE/YANNIS KOLESIDIS]

Ο Φιλίπ Λε Κορ είναι μη μόνιμος ανώτερος συνεργάτης στα προγράμματα Ευρώπης και Ασίας στο Ίδρυμα Κάρνεγκι για τη Διεθνή Ειρήνη.

Στα μέσα του καλοκαιριού του 2021, μετά από μήνες αβεβαιότητας, η ελληνική υπηρεσία ιδιωτικοποιήσεων ενέκρινε τελικά την πώληση ενός επιπλέον 16% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) στην Κινεζική Ωκεάνια Ναυτιλιακή Εταιρία (COSCO), παρέχοντας τον πλειοψηφικό έλεγχο με 67% του λιμανιού της Αθήνας.

Η COSCO κατέχει πλειοψηφικό μερίδιο στο μεγαλύτερο ελληνικό λιμάνι από το 2016, καθιστώντας τον Πειραιά ένα από τα πιο επιτυχημένα κινεζικά επενδυτικά σχέδια στην ΕΕ.

Στο διάστημα 2009 έως 2018, ο όγκος σε εμπορευματοκιβώτια στον Πειραιά κινήθηκε από 0,8 έως 4,9 εκατομμύρια, μια αύξηση 190% από το 2017.

Σύμφωνα με μια πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση του Ιδρύματος Κάρνεγκι, ο κύριος λόγος για την αυξημένη αυτή κίνηση ήταν η στρατηγική απόφαση της Κίνας να στρέψει τις εργασίες μεταφόρτωσης στον Πειραιά.

Η Κίνα στοχεύει ανοιχτά να καταστήσει την Αθήνα κόμβο για την επέκτασή της στην περιοχή της Μεσογείου υπό τη σημαία του “θαλάσσιου δρόμου του μεταξιού”.

Παρόλα αυτά, πρόσφατα παρουσιάστηκαν εμπόδια, καθώς οι Έλληνες ενδιαφερόμενοι αμφιταλαντεύονται όλο και περισσότερο για την COSCO και την κινεζική παρουσία στη χώρα τα τελευταία δύο χρόνια.

Επισκευαστικές εταιρείες πλοίων, πλοιοκτήτες, τοπικοί πολιτικοί, συνδικάτα και περιβαλλοντικές ενώσεις αντιτάχθηκαν κατά κάποιον τρόπο στα σχέδια της COSCO στην περιοχή.

Αυτό οδήγησε σε μια επιφυλακτική πολιτική από τη συντηρητική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία το 2019.

Αν και ο ίδιος δήλωσε ότι ελπίζει σε μια «νέα εποχή στις ελληνοκινεζικές σχέσεις» κατά την επίσημη επίσκεψη του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ το 2019, παράλληλα επισήμανε ότι «η Ελλάδα δεν εξαρτάται ιδιαίτερα από τις κινεζικές επενδύσεις».

Η σχέση Κίνας-Ελλάδας χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη αντίθεση: από τη μία η αυξανόμενη αρνητική ελληνική κοινή γνώμη για την κινεζική παρουσία στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και από την άλλη, οι συνεχείς επαινετικές εκτιμήσεις των κινεζικών μέσων ενημέρωσης περί «σινο-ελληνικής δέσμευσης για μακροπρόθεσμες κινεζικές επενδύσεις».

Ήδη, από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, το Πεκίνο «φλερτάρει» με το ελληνικό κοινό. Επίσης, η Κίνα βοήθησε στη διοργάνωση του Φόρουμ Αρχαίων Πολιτισμών στην Αθήνα το 2017.

Η ετήσια συνάντηση των Ευρωπαϊκών Ινστιτούτων Κομφούκιου πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα το επόμενο έτος. Αρκετές συμφωνίες επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας υπεγράφησαν τα τελευταία χρόνια μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.

Εν τω μεταξύ, το κινεζικό αφήγημα παρουσίασε την Κίνα ως μια «καλοκάγαθη υπερδύναμη, η οποία προωθεί ένα νέο σύνολο αρμονικών διεθνών σχέσεων».

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του αθηναϊκού Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ), «η Κίνα θέλει να θεωρείται ως ένας πραγματικός φίλος που προσφέρει γενναιόδωρη βοήθεια στην Ελλάδα».

Αρχικά, μια τέτοια στρατηγική ήπιας ισχύος προς την Ελλάδα ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχής την περίοδο 2008-2018: τον Δεκέμβριο του 2016 μάλιστα, η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων (82%) χαρακτήρισε τις σινο-ελληνικές σχέσεις ως «φιλικές» ή «σχετικά φιλικές».

Μετά την πανδημία Covid-19, αυτό το αφήγημα δεν ισχύει πλέον. Πρώτον, το ελληνικό κοινό -συμπεριλαμβανομένων όσων εργάζονται στη ναυτιλιακή βιομηχανία- ενδιαφέρεται περισσότερο για πραγματική δράση και θέσεις εργασίας.

Δεύτερον, η προσπάθεια της Κίνας να παρουσιαστεί ως ευεργέτης στις αρχές της πανδημίας μεταφράστηκε αρνητικά.

Τον Απρίλιο του 2020, η κάλυψη στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης διαπίστωσε ότι το 44% των Ελλήνων ερωτηθέντων κατηγόρησε την Κίνα για την πανδημία Covid-19.

Το κοινό εύφορο κλίμα από την αρχική συμφωνία του 2016 για την Τράπεζα Πειραιώς έχει αντικατασταθεί από σκεπτικισμό, αν όχι από στείρα αντίθεση.

Πολλές ελληνο-κινεζικές επιχειρηματικές συμφωνίες έχουν διακοπεί ή ακυρωθεί – συμπεριλαμβανομένης της κοινής ανάπτυξης για το αεροδρόμιο του Ελληνικού- της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής ή της ιδιωτικοποίησης της ελληνικής σιδηροδρομικής εταιρείας ΤΡΑΙΝΟΣΕ

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι κινεζικές εταιρείες έμειναν εκτός. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης, φανερά ανήσυχος για τα περιφερειακά ζητήματα ασφάλειας με την Τουρκία, έχει τονίσει πόσο πολύ χρειάζεται η Ελλάδα τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αντίθετα η Κίνα έχει ελάχιστα να προσφέρει από άποψη ασφάλειας.

Όσο για τον Πειραιά, έχει συχνά περιγραφεί ως «κεφάλι δράκου» από Κινέζους αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Σι Τζινπίνγκ.

Αλλά η επώδυνη ολοκλήρωση μιας πολυαναμενόμενης συμφωνίας αποκαλύπτει πόσο περίπλοκες μπορούν να θεωρηθούν οι κινεζικές επενδύσεις σε υποδομές στο σημερινό, μετα-πανδημικό γεωπολιτικό πλαίσιο.

Οι φιλοδοξίες της Κίνας στη Μεσόγειο μπορεί να είναι πραγματικές, αλλά οι αντιλήψεις στην Ελλάδα έχουν γίνει αμφίσημες.

«Ο Πειραιάς δεν μπορεί να περιμένει κανένα όφελος από την COSCO», δήλωσε ο εφοπλιστής Βαγγέλης Μαρινάκης το 2020.

Αυτό που είναι σαφές, ωστόσο, είναι ότι η Κίνα έχει εμπλακεί σε ένα μακροπρόθεσμο παιχνίδι με την Ελλάδα, την οποία -παρά τις πρόσφατες ανατροπές- το Πεκίνο εξακολουθεί να θεωρεί πολύτιμο κόμβο και εταίρο στην Ευρώπη.