Ντράγκι: Το κοινό χρέος δεν είναι «απαραίτητο» για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ

«Αυτό [το αίτημα για διάδοχο του NextGenEU] ήταν το πρώτο πράγμα στο οποίο αντέδρασε ο κόσμος από ολόκληρη την έκθεση», δήλωσε ο Ντράγκι σε εκδήλωση που διοργάνωσε η δεξαμενή σκέψης για την πολιτική της ΕΕ Bruegel στις Βρυξέλλες. [Alexandros Michailidis/shutterstock]

Η τακτική έκδοση κοινού χρέους της ΕΕ κατά τα πρότυπα του ταμείου ανάκαμψης ύψους 806,9 δισεκατομμυρίων ευρώ δεν είναι «απαραίτητη» για να παραμείνει η Ευρώπη ανταγωνιστική έναντι της Κίνας και των ΗΠΑ, δήλωσε ο Μάριο Ντράγκι τη Δευτέρα (30 Σεπτεμβρίου).

Σε σχόλια που φαίνεται να αποσκοπούν στην άμβλυνση των ανησυχιών των δημοσιονομικά αυστηρότερων κρατών μελών, ο Ιταλός τεχνοκράτης εξέφρασε την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της συζήτησης αναφορικά με την πρόσφατη έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της ΕΕ επικεντρώθηκε στην πρότασή του για ένα διάδοχο του προγράμματος NextGenerationEU (NextGenEU).

«Αυτό [το αίτημα για διάδοχο του NextGenEU] ήταν το πρώτο πράγμα στο οποίο αντέδρασε ο κόσμος από ολόκληρη την έκθεση», δήλωσε ο Ντράγκι σε εκδήλωση που διοργάνωσε η δεξαμενή σκέψης για την πολιτική της ΕΕ Bruegel στις Βρυξέλλες.

«Πρέπει να πω ότι, όσο κι αν αγαπώ αυτή την ιδέα, δεν είναι το σημαντικότερο πράγμα στην έκθεση», δήλωσε ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ.  «Υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι για την ύπαρξή της, [αλλά] δεν είναι βασικό συστατικό», πρόσθεσε ο Ιταλός τεχνοκράτης.

Η έκθεση του Ντράγκι, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, πρότεινε συγκεκριμένα «τακτική και μεγάλη διάθεση από την ΕΕ ενός κοινού ασφαλούς και ρευστού κεφαλαίου για να επιτρέψει κοινά επενδυτικά σχέδια» σε ολόκληρη την Ένωση και «να βοηθήσει στην ολοκλήρωση των κεφαλαιαγορών», «χτίζοντας έτσι πάνω στο μοντέλο του NextGenEU».

Ωστόσο, η έκθεση σημείωνε επίσης ότι η έκδοση περισσότερων κοινών χρεογράφων θα μπορούσε να συμβεί μόνο «εάν υπάρχουν οι πολιτικές και θεσμικές προϋποθέσεις».

Το NextGenEU ήταν η πρώτη φορά που τα 27 κράτη μέλη της Ένωσης συμφώνησαν να εκδώσουν κοινό χρέος για τη χρηματοδότηση μια πανευρωπαϊκής επενδυτικής δομής .

Η πρόταση της έκθεσης απορρίφθηκε γρήγορα από την Ολλανδία και τη Γερμανία, δύο παραδοσιακά «λιτά» κράτη μέλη, τα οποία αντιτίθενται ακόμα έντονα στην ανανέωση του προγράμματος χρηματοδότησης μετά την πανδημία πέραν της προγραμματισμένης λήξης του τον Αύγουστο του 2026.

Αντίθετα, έλαβε ισχυρή υποστήριξη από την Ισπανία – έναν από τους μεγαλύτερους αποδέκτες της χρηματοδότησης του NextGenEU – καθώς και από τη Γαλλία, ο πρόεδρος της οποίας, Εμμανουέλ Μακρόν, έχει επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη για τέτοια μέσα για τη χρηματοδότηση βασικών επενδύσεων, ιδίως στον τομέα της άμυνας.

Παρά το γεγονός ότι το Ταμείο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRF) – το εμβληματικό πρόγραμμα του NextGenEU – έχει σπηλωθεί από ισχυρισμούς για καθυστερήσεις πληρωμών, κατάχρηση κονδυλίων και παρατυπίες, η ανανέωσή του πέραν του 2026 έλαβε επίσης υποστήριξη από σημαίνοντες φορείς χάραξης πολιτικής της ΕΕ.

Για παράδειγμα, ο απερχόμενος επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι ζήτησε να μετατραπεί το RRF σε «σχέδιο» για τα μελλοντικά επενδυτικά προγράμματα της ΕΕ.

Ο πρόεδρος του Eurogroup, από την άλλη, Πασκάλ Ντόναχιου, περιέγραψε ομοίως το NextGenEU ως «το κομμάτι του παζλ» που θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με τους νέους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, δίνοντας παράλληλα «μεγαλύτερη προτεραιότητα στις επενδύσεις κεφαλαίου από ό,τι στο παρελθόν».

Ο ίδιος ο Ντράγκι στην έκθεσή του έθεσε τη συνέχιση της έκδοσης κοινού χρέους ως καταλυτικό παράγοντα της ρευστότητας της ιδιωτικής αγοράς.

«Καθώς αρκετά από τα [αναγκαία για την ΕΕ] έργα είναι πιο μακροπρόθεσμα στη φύση τους – όπως η χρηματοδότηση της έρευνας και της καινοτομίας και των αμυντικών προμηθειών, η κοινή έκδοση θα πρέπει με την πάροδο του χρόνου να δημιουργήσει μια βαθύτερη και πιο ρευστή αγορά ομολόγων της ΕΕ, επιτρέποντας στην αγορά αυτή να υποστηρίξει σταδιακά την ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών», εξήγησε ο Ντράγκι.

Μια «σχετικά συντηρητική» εκτίμηση

Τη Δευτέρα, ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης υπογράμμισε επίσης ότι η εκτίμηση της έκθεσης για «ελάχιστο» ποσό έως 750-800 δισ. ευρώ ετησίως σε πρόσθετες πράσινες, ψηφιακές και αμυντικές επενδύσεις μπορεί να είναι ένας «σχετικά συντηρητικός» αριθμός.

Ειδικότερα, σημείωσε ότι ο αριθμός αυτός – που αντιστοιχεί περίπου στο 5% του ετήσιου ΑΕΠ της ΕΕ – δεν περιλαμβάνει καμία πρόσθετη χρηματοδότηση για την εκπαίδευση ή την προσαρμογή ή την προστασία από το κλίμα.

Είπε επίσης ότι οι προσομοιώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) υποδηλώνουν ότι το προτεινόμενο ποσό θα μπορούσε να γίνει πιο οικονομικά και πολιτικά εφικτό με ελάχιστες μόνο αυξήσεις στην παραγωγικότητα – στην περιοχή του 0,2% ετησίως για 10 χρόνια, σύμφωνα με το ΔΝΤ.

«Ακόμη και με μια μικρή αύξηση της παραγωγικότητας», δήλωσε ο Ντράγκι. «Το συνολικό ποσό είναι ρεαλιστικό. Και η δημόσια χρηματοδότηση [που απαιτείται] είναι μικρότερη».

Στήριξη για τη «μετεγκατάσταση» των ενεργοβόρων βιομηχανιών

Ο Ντράγκι υπερασπίστηκε επίσης την έκκλησή του για επιδοτήσεις για τη διατήρηση των ενεργοβόρων βιομηχανιών στην Ευρώπη – μεγάλο μέρος των οποίων εδρεύει στη Γερμανία, την παραδοσιακή κατασκευαστική ατμομηχανή της Ευρώπης.

Σημείωσε ότι τομείς όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα χημικά παράγουν αγαθά που «πηγαίνουν παντού στις οικονομίες μας» και χρησιμοποιούνται σε καταναλωτικά και αμυντικά προϊόντα.

«Δεν μπορούμε απλώς [να αφήσουμε αυτές τις βιομηχανίες να πάνε] σε κάποια άλλη χώρα εκτός [της ΕΕ]. Θέλουμε να κρατήσουμε τους επιστήμονες», δήλωσε.

«[Αυτές] επίσης, όπως και άλλες [βιομηχανίες], δεν έχουν ίσους όρους ανταγωνισμού με τον ξένο ανταγωνισμό. Επομένως, η υπόθεση της υποστήριξής τους είναι, νομίζω, αδιαμφισβήτητη».

Ο Ντράγκι πρότεινε επιπλέον ότι, στο μέλλον, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διευκόλυνση της «μετεγκατάστασης» τέτοιων βιομηχανιών σε άλλα μέρη της Ευρώπης για να επωφεληθούν

Είπε επίσης ότι το ισχυρό κράτος πρόνοιας της Ευρώπης θα πρέπει να αμβλύνει τον αντίκτυπο μιας τέτοιας μετεγκατάστασης στους απλούς πολίτες – και να σημαίνει ότι μια τέτοια αλλαγή δεν θα γίνει τόσο έντονα αισθητή όσο στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1990.

«Είμαστε σε καλύτερη θέση από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχουμε ένα ισχυρό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας… Επομένως, δεν υπάρχει κίνδυνος [να] εγκαταλείψουμε στην πραγματικότητα τους ανθρώπους», δήλωσε ο Ντράγκι.