Σε αναμονή της δημοσίευσης της έκθεσης Ντράγκι για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας τη Δευτέρα (9 Σεπτεμβρίου), ορισμένα συμπεράσματα εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ θα προσεγγίσει τις διατλαντικές οικονομικές σχέσεις κατά την επόμενη πενταετία.
Η δημοσίευσή της έρχεται επίσης μία ημέρα πριν από το αναμενόμενο προεδρικό ντιμπέιτ των ΗΠΑ μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και της Καμάλα Χάρις την Τρίτη (10 Σεπτεμβρίου).
Ο Ντράγκι, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας που του πιστώνεται η επιτυχία ότι «έσωσε το ευρώ» κατά τη διάρκεια της οκταετούς θητείας του ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεν έχει παραλείπει να κατακρίνει με κάθε ευκαιρία τις πολιτικές των ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες.
Κατά καιρούς έχει υπάρξει ιδιαίτερα σκληρός με τις οικονομικές και εμπορικές πολιτικές των ΗΠΑ ο Ιταλός τεχνοκράτης, αλλά ακόμα κανείς δεν μπορεί να ξέρει σε ποιο βαθμό θα αποτυπωθεί αυτό στην τελική του έκθεση, η οποία είναι εξαιρετικά κρίσιμη για το όραμα οικονομικής πολιτικής της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην επόμενη θητεία.
Παρουσιάζοντας τα αρχικά συμπεράσματα της έκθεσης τον Απρίλιο, ο Ντράγκι κατηγόρησε ανοιχτά τις ΗΠΑ και την Κίνα ότι «δεν παίζουν πλέον με τους κανόνες» του διεθνούς εμπορίου.
Προειδοποίησε ότι το Πεκίνο «απειλεί να υποβαθμίσει τις βιομηχανίες [της Ευρώπης]» λόγω της «σημαντικής πλεονάζουσας παραγωγής» πράσινων τεχνολογιών, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα και οι ηλιακοί συλλέκτες.
Από την άλλη, ο ίδιος τόνισε επίσης ότι ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA) -το εμβληματικό πρόγραμμα πράσινων επιδοτήσεων ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν- θέτει έναν παρόμοιο κίνδυνο για τη μεταποιητική βάση της Ευρώπης.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες [χρησιμοποιούν] βιομηχανική πολιτική μεγάλης κλίμακας για να προσελκύσουν εγχώρια μεταποιητική ικανότητα υψηλής αξίας εντός των συνόρων -συμπεριλαμβανομένης και αυτής των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων- ενώ χρησιμοποιούν τον προστατευτισμό για να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές και αναπτύσσουν τη γεωπολιτική τους δύναμη ώστε [τελικά] να αναπροσανατολίσουν και να διασφαλίσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού», δήλωσε τότε.
Η κριτική του Ντράγκι στις εμπορικές πρακτικές των ΗΠΑ συνεχίστηκε σε άλλη ομιλία του τον Ιούνιο. Τότε, σημείωσε ότι η απόφαση της Ουάσινγκτον να επιβάλει υψηλούς δασμούς σε μια σειρά κινεζικών προϊόντων θα μπορούσε να έχει επιβλαβείς επιπτώσεις στην Ευρώπη.
«Δεν θέλουμε να γίνουμε προστατευτιστές στην Ευρώπη, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε παθητικοί εάν οι ενέργειες των άλλων απειλούν την ευημερία μας», είπε. «Ακόμα και οι πρόσφατες αποφάσεις των ΗΠΑ να επιβάλουν δασμούς στην Κίνα έχουν επιπτώσεις στην οικονομία μας μέσω της ανακατεύθυνσης των εξαγωγών».
Πρόσθεσε μάλιστα ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να αναγκαστεί να εισαγάγει τους δικούς της δασμούς για να «αντισταθμίσει το αθέμιτο πλεονέκτημα που δημιουργούν οι βιομηχανικές πολιτικές και οι υποτιμήσεις της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας στο εξωτερικό».
Ένας ισχυρισμός που, δεδομένων των προηγούμενων απειλών του Τραμπ να υποτιμήσει το δολάριο για να ενισχύσει τις αμερικανικές εξαγωγές, θα μπορούσε εύλογα να ερμηνευθεί ως μια διακριτική προειδοποίηση προς την Ουάσινγκτον και το Πεκίνο.
Η έμφαση που έδωσε ο Ντράγκι στους κινδύνους του αμερικανικού προστατευτισμού ήταν ορατή και την Τετάρτη της περασμένης εβδομάδας, όταν παρουσίασε την έκθεσή του σε εκπροσώπους κρατών μελών και ευρωβουλευτές.
Σύμφωνα με μια περίληψη της κοινοβουλευτικής ενημέρωσης, την οποία είδε το Euractiv, ο Ντράγκι προειδοποίησε ότι «οι ΗΠΑ έχουν γίνει ανταγωνιστής της ΕΕ» σε οικονομικό επίπεδο.
«Στην [παγκόσμια] οικονομία, όλοι εστιάζουν στο προσωπικό τους συμφέρον», δήλωσε μια πηγή που γνωρίζει τις λεπτομέρειες της συνάντησης. «Τόσο οι Βρυξέλλες όσο και η Ουάσινγκτον το γνωρίζουν αυτό».
Αρκετοί διπλωμάτες της ΕΕ σημείωσαν ότι η παρουσίαση του Ντράγκι στους πρεσβευτές των κρατών μελών αναφέρθηκε τόσο στην Κίνα όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες ως οικονομικούς ανταγωνιστές της Ευρώπης.
Αν και η ρητορική αυτή αποτελεί ένα βήμα προς τα εμπρός σε σχέση με την προηγούμενη γλώσσα της ΕΕ, αναφέρεται αυστηρά σε οικονομικούς όρους και παραμένει η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο.
Όταν οι σχέσεις μεταξύ Βρυξελλών και Πεκίνου επιδεινώθηκαν το 2023, η ΕΕ χαρακτήρισε την Κίνα «εταίρο συνεργασίας, οικονομικό ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο».
Προετοιμασία για διαφορετικά σενάρια
Την Τρίτη (10 Σεπτεμβρίου), ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και η υποψήφια των Δημοκρατικών Καμάλα Χάρις θα συμμετάσχουν στο πρώτο τους ντιμπέιτ μετά την αποχώρηση του νυν προέδρου Τζο Μπάιντεν από την προεδρική κούρσα.
Παρά το γεγονός ότι είχαν στη διάθεσή τους σημαντικό χρόνο για να προετοιμαστούν και να «θωρακιστούν» απέναντι σε μια πιθανή επιστροφή του Τραμπ, οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να δυσκολεύονται να εκτιμήσουν σωστά τον αντίκτυπο μιας δεύτερης προεδρίας Τραμπ στις διατλαντικές σχέσεις.
Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι επιθυμεί να τριπλασιάσει τους ισχύοντες δασμούς στην Κίνα στο 60% και να επιβάλει έναν καθολικό βασικό δασμό 10-20% στις εισαγωγές από όλες τις άλλες χώρες. Αυτό δεν θα έπληττε μόνο τις κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, αλλά και πολλές άλλες, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, οι οποίες κάλλιστα μπορεί έτσι να μειωθούν.
Αντίθετα, τα μηνύματα που έχει δώσει η Χάρις στις μέχρι τώρα δηλώσεις της, σύμφωνα με παρατηρητές, υποδηλώνουν ότι η προεδρία της υποόσχεται μια σημαντική συνέχεια της κυβέρνησης Μπάιντεν όσον αφορά την εξωτερική και οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, εστιάζοντας σε ευρύτερες οικονομικές πρωτοβουλίες που συμβάλλουν στην αύξηση των περιβαλλοντικών και εργασιακών προτύπων.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρις έχει επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα αγαθών που θεωρεί στρατηγικής σημασίας. Η Χάρις και ο Τραμπ έχουν δηλώσει ότι θα ακολουθήσουν σκληρή γραμμή απέναντι στην Κίνα, ωθώντας ενδεχομένως τους Ευρωπαίους να κάνουν περισσότερα για να ευθυγραμμιστούν με τις πολιτικές της Ουάσινγκτον.
Κατά τη διάρκεια της θητείας Μπάιντεν, οι Βρυξέλλες επιχείρησαν να διορθώσουν υφιστάμενες εμπορικές διαφορές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τους δασμούς χάλυβα και αλουμινίου που επιβλήθηκαν επί Τραμπ το 2018 και αναβίωσαν τη δυνατότητα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) να διευθετεί εμπορικές διαφορές.
«Είχαμε μερικά χρόνια για να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε τα πράγματα, αλλά είναι σαφές ότι, ακόμη και με έναν Δημοκρατικό [Μπάιντεν] στον Λευκό Οίκο, δεν συμφωνούσαμε σε θέματα ηλεκτρικών οχημάτων ή πρώτων υλών», τόνισε ένας αξιωματούχος της ΕΕ.
«Δεν έχει σημασία ποιος ήταν στον Λευκό Οίκο, εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να αρχίσουμε να φροντίζουμε τους εαυτούς μας», πρόσθεσε.
Ένα βασικό τεστ αντοχής θα γίνει τον Μάρτιο του 2025, δύο μήνες μετά την ορκωμοσία του επόμενου προέδρου των ΗΠΑ. Τότε λήγει μια προθεσμία βάσει της οποίας η ΕΕ έχει δεσμευτεί να αναβάλει τους ανταποδοτικούς δασμούς που επιβάλλει στα αμερικανικά προϊόντα στο πλαίσιο της διαμάχης για τον χάλυβα και το αλουμίνιο.
Αλλαγή νοοτροπίας
Η προσπάθεια της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φον ντερ Λάιεν για μια δεύτερη θητεία έχει ήδη υποδηλώσει μια αλλαγή σε σχέση με την προηγούμενη. Τώρα φαίνεται πως θα δοθεί έμφαση στην οικονομική ασφάλεια έναντι της ώθησης για περισσότερο εμπόριο και συμφωνίες που υπήρχε προηγουμένως.
Η προβεβλημένη «ισχυρή, ανοικτή και δίκαιη εμπορική ατζέντα» της ΕΕ έχει αντικατασταθεί κυρίως από τη θεώρηση του εμπορίου ως εργαλείου για την αντιμετώπιση της «εργαλειοποίησης των οικονομικών εξαρτήσεων».
Τα τελευταία δύο χρόνια, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν επικεντρωθεί στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της βιομηχανικής παραγωγής σε όλο το μπλοκ, κάτι που πιστεύουν ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε περισσότερα βήματα προς την προώθηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.